ἄτρυγος

ἄτρυγος
-ος,-ον A 1-0-0-0-0=1 Ex 27,20
refined, pure (of oil)

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • άτρυγος — ἄτρυγος, ον (Α) ο χωρίς τρυγιά, ο χωρίς κατακάθι, ο διαυγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + τρυξ ( γός) «θολό κρασί, κατακάθι κρασιού»] …   Dictionary of Greek

  • ἄτρυγον — ἄτρυγος without lees masc/fem acc sg ἄτρυγος without lees neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ατρύγητος — και άτρυγος, η, ο (AM ἀτρύγητος, ον) (για αμπέλια) αυτός που δεν τρυγήθηκε νεοελλ. 1. (για διάφορα κτήματα και κυψέλες) εκείνος του οποίου δεν συγκομίστηκε ο καρπός 2. εκείνος τον οποίο δεν γεύθηκε ή δεν απόλαυσε κάποιος («ατρύγητη ομορφιά») …   Dictionary of Greek

  • ՊԱՐԶ — (ի, ից.) NBH 2 0633 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 12c, 13c, 14c ա. ἀπλόος, ἀπλοῦς simplex. Ոչ բաղադրեալ. անյոդ, անբարդ. Էալընգաթ. *Զշարադրեալսն ժողովումն իմն պարզիցն գործէ. Կիւրղ. գանձ.: *Արտասանութեանց ոմանք… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”